Jump to content

σύμφωνος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σῠν- (sun-, with, together) +‎ φωνή (phōnḗ, sound, tone) +‎ -ος (-os).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

σῠ́μφωνος (súmphōnosm or f (neuter σῠ́μφωνον); second declension

  1. agreeing in sound, harmonious

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

σύμφωνος (sýmfonosm (feminine σύμφωνη, neuter σύμφωνο)

  1. agreed, in agreement
  2. coherent, congruent

Declension

[edit]
Declension of σύμφωνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σύμφωνος (sýmfonos) σύμφωνη (sýmfoni) σύμφωνο (sýmfono) σύμφωνοι (sýmfonoi) σύμφωνες (sýmfones) σύμφωνα (sýmfona)
genitive σύμφωνου (sýmfonou) σύμφωνης (sýmfonis) σύμφωνου (sýmfonou) σύμφωνων (sýmfonon) σύμφωνων (sýmfonon) σύμφωνων (sýmfonon)
accusative σύμφωνο (sýmfono) σύμφωνη (sýmfoni) σύμφωνο (sýmfono) σύμφωνους (sýmfonous) σύμφωνες (sýmfones) σύμφωνα (sýmfona)
vocative σύμφωνε (sýmfone) σύμφωνη (sýmfoni) σύμφωνο (sýmfono) σύμφωνοι (sýmfonoi) σύμφωνες (sýmfones) σύμφωνα (sýmfona)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σύμφωνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σύμφωνος, etc.)

[edit]