Jump to content

σχολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σχολικός (scholikósm (feminine σχολική, neuter σχολικό)

  1. scholastic, for students
    σχολικά βιβλίαscholiká vivlíascholastic books
  2. school
    σχολική χορωδίαscholikí chorodíaschool choir

Declension

[edit]
Declension of σχολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σχολικός (scholikós) σχολική (scholikí) σχολικό (scholikó) σχολικοί (scholikoí) σχολικές (scholikés) σχολικά (scholiká)
genitive σχολικού (scholikoú) σχολικής (scholikís) σχολικού (scholikoú) σχολικών (scholikón) σχολικών (scholikón) σχολικών (scholikón)
accusative σχολικό (scholikó) σχολική (scholikí) σχολικό (scholikó) σχολικούς (scholikoús) σχολικές (scholikés) σχολικά (scholiká)
vocative σχολικέ (scholiké) σχολική (scholikí) σχολικό (scholikó) σχολικοί (scholikoí) σχολικές (scholikés) σχολικά (scholiká)
[edit]

Further reading

[edit]