σχολικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]σχολικός • (scholikós) m (feminine σχολική, neuter σχολικό)
- scholastic, for students
- σχολικά βιβλία ― scholiká vivlía ― scholastic books
- school
- σχολική χορωδία ― scholikí chorodía ― school choir
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σχολικός (scholikós) | σχολική (scholikí) | σχολικό (scholikó) | σχολικοί (scholikoí) | σχολικές (scholikés) | σχολικά (scholiká) | |
genitive | σχολικού (scholikoú) | σχολικής (scholikís) | σχολικού (scholikoú) | σχολικών (scholikón) | σχολικών (scholikón) | σχολικών (scholikón) | |
accusative | σχολικό (scholikó) | σχολική (scholikí) | σχολικό (scholikó) | σχολικούς (scholikoús) | σχολικές (scholikés) | σχολικά (scholiká) | |
vocative | σχολικέ (scholiké) | σχολική (scholikí) | σχολικό (scholikó) | σχολικοί (scholikoí) | σχολικές (scholikés) | σχολικά (scholiká) |
Related terms
[edit]- see: σχολείο n (scholeío, “school”)
Further reading
[edit]- σχολικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language