Jump to content

σχοινοποιείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

σχοινί (schoiní, rope) +‎ -ποιείο (-poieío, manufactory)

Noun

[edit]

σχοινοποιείο (schoinopoieíon (plural σχοινοποιεία)

  1. ropewalk, ropery (rope manufactory)

Declension

[edit]
Declension of σχοινοποιείο
singular plural
nominative σχοινοποιείο (schoinopoieío) σχοινοποιεία (schoinopoieía)
genitive σχοινοποιείου (schoinopoieíou) σχοινοποιείων (schoinopoieíon)
accusative σχοινοποιείο (schoinopoieío) σχοινοποιεία (schoinopoieía)
vocative σχοινοποιείο (schoinopoieío) σχοινοποιεία (schoinopoieía)
[edit]