σχοινοποιείο
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- σκοινοποιείο n (skoinopoieío)
Etymology
[edit]σχοινί (schoiní, “rope”) + -ποιείο (-poieío, “manufactory”)
Noun
[edit]σχοινοποιείο • (schoinopoieío) n (plural σχοινοποιεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχοινοποιείο (schoinopoieío) | σχοινοποιεία (schoinopoieía) |
genitive | σχοινοποιείου (schoinopoieíou) | σχοινοποιείων (schoinopoieíon) |
accusative | σχοινοποιείο (schoinopoieío) | σχοινοποιεία (schoinopoieía) |
vocative | σχοινοποιείο (schoinopoieío) | σχοινοποιεία (schoinopoieía) |
Related terms
[edit]- see: σχοινί n (schoiní, “rope”)