σχοινοβάτισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]σχοινοβάτισσα • (schoinovátissa) f (plural σχοινοβάτισσες, masculine σχοινοβάτης)
Declension
[edit]Declension of σχοινοβάτισσα
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | σχοινοβάτισσα • | σχοινοβάτισσες • | |
genitive | σχοινοβάτισσας • | σχοινοβατισσών • | |
accusative | σχοινοβάτισσα • | σχοινοβάτισσες • | |
vocative | σχοινοβάτισσα • | σχοινοβάτισσες • | |
the genitive plural is rare |