σφουγγοκωλαρίους
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- σφουγγοκωλάριους (sfoungokolárious)
Noun
[edit]σφουγγοκωλαρίους • (sfoungokolaríous) m
- Accusative plural form of σφουγγοκωλάριος (sfoungokolários).
σφουγγοκωλαρίους • (sfoungokolaríous) m