Jump to content

σφιχτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

σφιχτός (sfichtósm (feminine σφιχτή, neuter σφιχτό)

  1. tight, firm, hidebound
  2. (colloquial, figuratively) thrifty, mean, tight-fisted

Declension

[edit]
Declension of σφιχτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφιχτός (sfichtós) σφιχτή (sfichtí) σφιχτό (sfichtó) σφιχτοί (sfichtoí) σφιχτές (sfichtés) σφιχτά (sfichtá)
genitive σφιχτού (sfichtoú) σφιχτής (sfichtís) σφιχτού (sfichtoú) σφιχτών (sfichtón) σφιχτών (sfichtón) σφιχτών (sfichtón)
accusative σφιχτό (sfichtó) σφιχτή (sfichtí) σφιχτό (sfichtó) σφιχτούς (sfichtoús) σφιχτές (sfichtés) σφιχτά (sfichtá)
vocative σφιχτέ (sfichté) σφιχτή (sfichtí) σφιχτό (sfichtó) σφιχτοί (sfichtoí) σφιχτές (sfichtés) σφιχτά (sfichtá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σφιχτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σφιχτός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφιχτότερος (sfichtóteros) σφιχτότερη (sfichtóteri) σφιχτότερο (sfichtótero) σφιχτότεροι (sfichtóteroi) σφιχτότερες (sfichtóteres) σφιχτότερα (sfichtótera)
genitive σφιχτότερου (sfichtóterou) σφιχτότερης (sfichtóteris) σφιχτότερου (sfichtóterou) σφιχτότερων (sfichtóteron) σφιχτότερων (sfichtóteron) σφιχτότερων (sfichtóteron)
accusative σφιχτότερο (sfichtótero) σφιχτότερη (sfichtóteri) σφιχτότερο (sfichtótero) σφιχτότερους (sfichtóterous) σφιχτότερες (sfichtóteres) σφιχτότερα (sfichtótera)
vocative σφιχτότερε (sfichtótere) σφιχτότερη (sfichtóteri) σφιχτότερο (sfichtótero) σφιχτότεροι (sfichtóteroi) σφιχτότερες (sfichtóteres) σφιχτότερα (sfichtótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σφιχτότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφιχτότατος (sfichtótatos) σφιχτότατη (sfichtótati) σφιχτότατο (sfichtótato) σφιχτότατοι (sfichtótatoi) σφιχτότατες (sfichtótates) σφιχτότατα (sfichtótata)
genitive σφιχτότατου (sfichtótatou) σφιχτότατης (sfichtótatis) σφιχτότατου (sfichtótatou) σφιχτότατων (sfichtótaton) σφιχτότατων (sfichtótaton) σφιχτότατων (sfichtótaton)
accusative σφιχτότατο (sfichtótato) σφιχτότατη (sfichtótati) σφιχτότατο (sfichtótato) σφιχτότατους (sfichtótatous) σφιχτότατες (sfichtótates) σφιχτότατα (sfichtótata)
vocative σφιχτότατε (sfichtótate) σφιχτότατη (sfichtótati) σφιχτότατο (sfichtótato) σφιχτότατοι (sfichtótatoi) σφιχτότατες (sfichtótates) σφιχτότατα (sfichtótata)

Derived terms

[edit]