σφιχταγκαλιάστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]σφιχταγκαλιάστηκα • (sfichtagkaliástika)
- first-person singular simple past of σφιχταγκαλιάζομαι (sfichtagkaliázomai): "I was hugged tightly"
σφιχταγκαλιάστηκα • (sfichtagkaliástika)