Jump to content

σφαιρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σφαιρικός (sfairikósm (feminine σφαιρική, neuter σφαιρικό)

  1. spherical, global

Declension

[edit]
Declension of σφαιρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφαιρικός (sfairikós) σφαιρική (sfairikí) σφαιρικό (sfairikó) σφαιρικοί (sfairikoí) σφαιρικές (sfairikés) σφαιρικά (sfairiká)
genitive σφαιρικού (sfairikoú) σφαιρικής (sfairikís) σφαιρικού (sfairikoú) σφαιρικών (sfairikón) σφαιρικών (sfairikón) σφαιρικών (sfairikón)
accusative σφαιρικό (sfairikó) σφαιρική (sfairikí) σφαιρικό (sfairikó) σφαιρικούς (sfairikoús) σφαιρικές (sfairikés) σφαιρικά (sfairiká)
vocative σφαιρικέ (sfairiké) σφαιρική (sfairikí) σφαιρικό (sfairikó) σφαιρικοί (sfairikoí) σφαιρικές (sfairikés) σφαιρικά (sfairiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σφαιρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σφαιρικός, etc.)