συστατικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]συστατικός • (systatikós) m (feminine συστατική, neuter συστατικό)
- constituent
- τα συστατικά στοιχεία (consituent parts)
- recommendation, testimonial
- η συστατική επιστολή (letter of recommendation, reference)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συστατικός (systatikós) | συστατική (systatikí) | συστατικό (systatikó) | συστατικοί (systatikoí) | συστατικές (systatikés) | συστατικά (systatiká) | |
genitive | συστατικού (systatikoú) | συστατικής (systatikís) | συστατικού (systatikoú) | συστατικών (systatikón) | συστατικών (systatikón) | συστατικών (systatikón) | |
accusative | συστατικό (systatikó) | συστατική (systatikí) | συστατικό (systatikó) | συστατικούς (systatikoús) | συστατικές (systatikés) | συστατικά (systatiká) | |
vocative | συστατικέ (systatiké) | συστατική (systatikí) | συστατικό (systatikó) | συστατικοί (systatikoí) | συστατικές (systatikés) | συστατικά (systatiká) |