συστατικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συστατικός (systatikósm (feminine συστατική, neuter συστατικό)

  1. constituent
    τα συστατικά στοιχεία (consituent parts)
  2. recommendation, testimonial
    η συστατική επιστολή (letter of recommendation, reference)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συστατικός (systatikós) συστατική (systatikí) συστατικό (systatikó) συστατικοί (systatikoí) συστατικές (systatikés) συστατικά (systatiká)
genitive συστατικού (systatikoú) συστατικής (systatikís) συστατικού (systatikoú) συστατικών (systatikón) συστατικών (systatikón) συστατικών (systatikón)
accusative συστατικό (systatikó) συστατική (systatikí) συστατικό (systatikó) συστατικούς (systatikoús) συστατικές (systatikés) συστατικά (systatiká)
vocative συστατικέ (systatiké) συστατική (systatikí) συστατικό (systatikó) συστατικοί (systatikoí) συστατικές (systatikés) συστατικά (systatiká)