συντριβάνι
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συντριβάνι • (syntriváni) n (plural συντριβάνια)
- Alternative spelling of σιντριβάνι (sintriváni)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντριβάνι (syntriváni) | συντριβάνια (syntrivánia) |
genitive | συντριβανιού (syntrivanioú) | συντριβανιών (syntrivanión) |
accusative | συντριβάνι (syntriváni) | συντριβάνια (syntrivánia) |
vocative | συντριβάνι (syntriváni) | συντριβάνια (syntrivánia) |