Jump to content

συντριβάνι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συντριβάνι (syntrivánin (plural συντριβάνια)

  1. Alternative spelling of σιντριβάνι (sintriváni)

Declension

[edit]
Declension of συντριβάνι
singular plural
nominative συντριβάνι (syntriváni) συντριβάνια (syntrivánia)
genitive συντριβανιού (syntrivanioú) συντριβανιών (syntrivanión)
accusative συντριβάνι (syntriváni) συντριβάνια (syntrivánia)
vocative συντριβάνι (syntriváni) συντριβάνια (syntrivánia)