συνταγογράφηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the συνταγογραφη- stem of συνταγογραφώ (syntagografó) + -ση (-si).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]συνταγογράφηση • (syntagográfisi) f (plural συνταγογραφήσεις)
- (medicine, pharmacy) prescribing (the act of writing prescriptions)
- Synonym: συνταγογραφία f (syntagografía)
Declension
[edit]Declension of συνταγογράφηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συνταγογράφηση • | συνταγογραφήσεις • | |
genitive | συνταγογράφησης • | συνταγογραφήσεων • | |
accusative | συνταγογράφηση • | συνταγογραφήσεις • | |
vocative | συνταγογράφηση • | συνταγογραφήσεις • | |
Older or formal genitive singular: συνταγογραφήσεως • |
Derived terms
[edit]- υπερσυνταγογράφηση f (ypersyntagográfisi)
Related terms
[edit]- συνταγή f (syntagí)
- συνταγογραφία f (syntagografía)
- συνταγογραφώ (syntagografó)