συντέμνουσα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συντέμνουσα • (syntémnousa) f
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντέμνουσα (syntémnousa) | συντέμνουσες (syntémnouses) |
genitive | συντέμνουσας (syntémnousas) | συντεμνουσών (syntemnousón) |
accusative | συντέμνουσα (syntémnousa) | συντέμνουσες (syntémnouses) |
vocative | συντέμνουσα (syntémnousa) | συντέμνουσες (syntémnouses) |
Synonyms
[edit]- στεμ (stem, “cosec”) (symbol)
See also
[edit]- τριγωνομετρικές συναρτήσεις (trigonometrikés synartíseis, “trigonometric functions”)
- ημ (im), ημίτονο n (imítono, “sin, sine”)
- συν (syn), συνημίτονο n (synimítono, “cos, cosine”)
- εφ (ef), εφαπτομένη f (efaptoméni, “tan, tangent”)
- σφ (sf), συνεφαπτομένη f (synefaptoméni, “cot, cotangent”)
- στεμ (stem), συντέμνουσα f (syntémnousa, “cosec, cosecant”)
- τεμ (tem), τέμνουσα f (témnousa, “sec, secant”)
Further reading
[edit]- Τριγωνομετρική συνάρτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el