Jump to content

συνηθέστερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.niˈθe.ste.ɾos/
  • Hyphenation: συ‧νη‧θέ‧στε‧ρος

Adjective

[edit]

συνηθέστερος (synithésterosm (feminine συνηθέστερη, neuter συνηθέστερο)

  1. comparative degree of συνήθης (syníthis)

Declension

[edit]
Declension of συνηθέστερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνηθέστερος (synithésteros) συνηθέστερη (synithésteri) συνηθέστερο (synithéstero) συνηθέστεροι (synithésteroi) συνηθέστερες (synithésteres) συνηθέστερα (synithéstera)
genitive συνηθέστερου (synithésterou) συνηθέστερης (synithésteris) συνηθέστερου (synithésterou) συνηθέστερων (synithésteron) συνηθέστερων (synithésteron) συνηθέστερων (synithésteron)
accusative συνηθέστερο (synithéstero) συνηθέστερη (synithésteri) συνηθέστερο (synithéstero) συνηθέστερους (synithésterous) συνηθέστερες (synithésteres) συνηθέστερα (synithéstera)
vocative συνηθέστερε (synithéstere) συνηθέστερη (synithésteri) συνηθέστερο (synithéstero) συνηθέστεροι (synithésteroi) συνηθέστερες (synithésteres) συνηθέστερα (synithéstera)