From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /sin.ðiˈa.zo/
Hyphenation: συν‧δυ‧ά‧ζω
συνδυάζω • (syndyázo ) (past συνδύασα /συνεδύασα , passive συνδυάζομαι )
to combine
to match
to link
συνδυάζω συνδυάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συνδυάζω
συνδυάσω
συνδυάζομαι
συνδυαστώ , συνδυασθώ
2 sg
συνδυάζεις
συνδυάσεις
συνδυάζεσαι
συνδυαστείς , συνδυασθείς
3 sg
συνδυάζει
συνδυάσει
συνδυάζεται
συνδυαστεί , συνδυασθεί
1 pl
συνδυάζουμε , [‑ομε ]
συνδυάσουμε , [‑ομε ]
συνδυαζόμαστε
συνδυαστούμε , συνδυασθούμε
2 pl
συνδυάζετε
συνδυάσετε
συνδυάζεστε , συνδυαζόσαστε
συνδυαστείτε , συνδυασθείτε
3 pl
συνδυάζουν (ε )
συνδυάσουν (ε )
συνδυάζονται
συνδυαστούν (ε ), συνδυασθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συνδύαζα , συνεδύαζα
συνδύασα , συνεδύασα
συνδυαζόμουν (α )
συνδυάστηκα , συνδυάσθηκα
2 sg
συνδύαζες , συνεδύαζες
συνδύασες , συνεδύασες
συνδυαζόσουν (α )
συνδυάστηκες , συνδυάσθηκες
3 sg
συνδύαζε , συνεδύαζε
συνδύασε , συνεδύασε
συνδυαζόταν (ε )
συνδυάστηκε , συνδυάσθηκε
1 pl
συνδυάζαμε
συνδυάσαμε
συνδυαζόμασταν , (‑όμαστε )
συνδυαστήκαμε , συνδυασθήκαμε
2 pl
συνδυάζατε
συνδυάσατε
συνδυαζόσασταν , (‑όσαστε )
συνδυαστήκατε , συνδυασθήκατε
3 pl
συνδύαζαν , συνδυάζαν (ε ), συνεδύαζαν
συνδύασαν , συνδυάσαν (ε ), συνεδύασαν
συνδυάζονταν , (συνδυαζόντουσαν )
συνδυάστηκαν , συνδυαστήκαν (ε ), συνδυάσθηκαν , συνδυασθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συνδυάζω ➤
θα συνδυάσω ➤
θα συνδυάζομαι ➤
θα συνδυαστώ / συνδυασθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συνδυάζεις , …
θα συνδυάσεις , …
θα συνδυάζεσαι , …
θα συνδυαστείς / συνδυασθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συνδυάσει έχω, έχεις, … συνδυασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … συνδυαστεί / συνδυασθεί είμαι , είσαι , … συνδυασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συνδυάσει είχα, είχες, … συνδυασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … συνδυαστεί / συνδυασθεί ήμουν , ήσουν , … συνδυασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … συνδυάσει θα έχω, θα έχεις, … συνδυασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … συνδυαστεί / συνδυασθεί θα είμαι, θα είσαι, … συνδυασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
συνδύαζε
συνδύασε , συνεδύασε
—
συνδυάσου
2 pl
συνδυάζετε
συνδυάστε
συνδυάζεστε
συνδυαστείτε , συνδυασθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συνδυάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας συνδυάσει ➤
συνδυασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
συνδυάσει
συνδυαστεί , συνδυασθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Second forms are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.