συνδρομητής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]συνδρομή (syndromí) + -της (-tis).
Noun
[edit]συνδρομητής • (syndromitís) m (plural συνδρομητές, feminine συνδρομήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνδρομητής (syndromitís) | συνδρομητές (syndromités) |
genitive | συνδρομητή (syndromití) | συνδρομητών (syndromitón) |
accusative | συνδρομητή (syndromití) | συνδρομητές (syndromités) |
vocative | συνδρομητή (syndromití) | συνδρομητές (syndromités) |
Related terms
[edit]- συνδρομή f (syndromí, “subscription”)