συνδικάτο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]συνδικάτο • (syndikáto) n (plural συνδικάτα)
- (Trade unionism, Politics) trade union
Declension
[edit]Declension of συνδικάτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνδικάτο • | συνδικάτα • |
genitive | συνδικάτου • | συνδικάτων • |
accusative | συνδικάτο • | συνδικάτα • |
vocative | συνδικάτο • | συνδικάτα • |
Coordinate terms
[edit]- συντεχνία f (syntechnía, “guild”)
Related terms
[edit]- αναρχοσυνδικαλισμός m (anarchosyndikalismós, “anarcho-syndicalism”)
- συνδικαλίζομαι (syndikalízomai, “to unionise, to join a union”)
- συνδικαλίστρια f (syndikalístria, “trade unionist, syndicalist”)
- συνδικαλισμός m (syndikalismós, “trade unionism”)
- συνδικαλιστής m (syndikalistís, “trade unionist, syndicalist”)
- συνδικαλιστικός (syndikalistikós, “trade uniom”, adjective)
- and see: ασυνδικάλιστος (asyndikálistos, “non-union”, adjective)
Further reading
[edit]- συνδικάτο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- συνδικάτο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language