συναλλάγματα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συναλλάγματα • (synallágmata) n
- nominative plural of συνάλλαγμα (synállagma)
- accusative plural of συνάλλαγμα (synállagma)
- vocative plural of συνάλλαγμα (synállagma)
συναλλάγματα • (synallágmata) n