Jump to content

συναινετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συναινετικός (synainetikósm (feminine συναινετική, neuter συναινετικό)

  1. consensual (with consensus)

Declension

[edit]
Declension of συναινετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συναινετικός (synainetikós) συναινετική (synainetikí) συναινετικό (synainetikó) συναινετικοί (synainetikoí) συναινετικές (synainetikés) συναινετικά (synainetiká)
genitive συναινετικού (synainetikoú) συναινετικής (synainetikís) συναινετικού (synainetikoú) συναινετικών (synainetikón) συναινετικών (synainetikón) συναινετικών (synainetikón)
accusative συναινετικό (synainetikó) συναινετική (synainetikí) συναινετικό (synainetikó) συναινετικούς (synainetikoús) συναινετικές (synainetikés) συναινετικά (synainetiká)
vocative συναινετικέ (synainetiké) συναινετική (synainetikí) συναινετικό (synainetikó) συναινετικοί (synainetikoí) συναινετικές (synainetikés) συναινετικά (synainetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναινετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναινετικός, etc.)