συμφόρηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συμφόρηση • (symfórisi) f (plural συμφορήσεις)
- congestion, overcrowding
- Antonym: αποσυμφόρηση (aposymfórisi)
- (medicine) congestion
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμφόρηση (symfórisi) | συμφορήσεις (symforíseis) |
genitive | συμφόρησης (symfórisis) | συμφορήσεων (symforíseon) |
accusative | συμφόρηση (symfórisi) | συμφορήσεις (symforíseis) |
vocative | συμφόρηση (symfórisi) | συμφορήσεις (symforíseis) |
Older or formal genitive singular: συμφορήσεως (symforíseos)
Further reading
[edit]- συμφόρηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language