Jump to content

συμφόρηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συμφόρηση (symfórisif (plural συμφορήσεις)

  1. congestion, overcrowding
    Antonym: αποσυμφόρηση (aposymfórisi)
  2. (medicine) congestion

Declension

[edit]
singular plural
nominative συμφόρηση (symfórisi) συμφορήσεις (symforíseis)
genitive συμφόρησης (symfórisis) συμφορήσεων (symforíseon)
accusative συμφόρηση (symfórisi) συμφορήσεις (symforíseis)
vocative συμφόρηση (symfórisi) συμφορήσεις (symforíseis)

Older or formal genitive singular: συμφορήσεως (symforíseos)

Further reading

[edit]