Jump to content

συμφωνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συμφωνικός (symfonikósm (feminine συμφωνική, neuter συμφωνικό)

  1. (music) symphonic

Declension

[edit]
Declension of συμφωνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμφωνικός (symfonikós) συμφωνική (symfonikí) συμφωνικό (symfonikó) συμφωνικοί (symfonikoí) συμφωνικές (symfonikés) συμφωνικά (symfoniká)
genitive συμφωνικού (symfonikoú) συμφωνικής (symfonikís) συμφωνικού (symfonikoú) συμφωνικών (symfonikón) συμφωνικών (symfonikón) συμφωνικών (symfonikón)
accusative συμφωνικό (symfonikó) συμφωνική (symfonikí) συμφωνικό (symfonikó) συμφωνικούς (symfonikoús) συμφωνικές (symfonikés) συμφωνικά (symfoniká)
vocative συμφωνικέ (symfoniké) συμφωνική (symfonikí) συμφωνικό (symfonikó) συμφωνικοί (symfonikoí) συμφωνικές (symfonikés) συμφωνικά (symfoniká)
[edit]