Jump to content

συμφιλίωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συμφιλίωση (symfilíosif (plural συμφιλιώσεις)

  1. reconciliation

Declension

[edit]
Declension of συμφιλίωση
singular
nominative συμφιλίωση (symfilíosi)
genitive συμφιλίωσης (symfilíosis)
accusative συμφιλίωση (symfilíosi)
vocative συμφιλίωση (symfilíosi)

Also, older or formal genitive singlar: συμφιλίωσεως (symfilíoseos)