συμφιλίωση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συμφιλίωση • (symfilíosi) f (plural συμφιλιώσεις)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | συμφιλίωση (symfilíosi) |
genitive | συμφιλίωσης (symfilíosis) |
accusative | συμφιλίωση (symfilíosi) |
vocative | συμφιλίωση (symfilíosi) |
Also, older or formal genitive singlar: συμφιλίωσεως (symfilíoseos)