συμπερίληψη

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Deverbal from συμπεριλαμβάνω (symperilamváno).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sim.beˈri.li.psi/
  • Hyphenation: συ‧μπε‧ρί‧λη‧ψη

Noun

[edit]

συμπερίληψη (symperílipsif

  1. inclusion
    Antonym: αποκλεισμός m (apokleismós)

Declension

[edit]
singular plural
nominative συμπερίληψη (symperílipsi) συμπεριλήψεις (symperilípseis)
genitive συμπερίληψης (symperílipsis) συμπεριλήψεων (symperilípseon)
accusative συμπερίληψη (symperílipsi) συμπεριλήψεις (symperilípseis)
vocative συμπερίληψη (symperílipsi) συμπεριλήψεις (symperilípseis)

Older or formal genitive singular: συμπεριλήψεως (symperilípseos)

[edit]