συμπατριώτισσα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from συμπατριώτ(ης) (sympatriót(is)) +‎ -ισσα (-issa).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sim.ba.tɾiˈo.ti.sa/
  • Hyphenation: συ‧μπα‧τρι‧ώ‧τισ‧σα

Noun

[edit]

συμπατριώτισσα (sympatriótissaf (plural συμπατριώτισσες, masculine συμπατριώτης)

  1. female equivalent of συμπατριώτης (sympatriótis): compatriot, fellow countrywoman

Declension

[edit]
singular plural
nominative συμπατριώτισσα (sympatriótissa) συμπατριώτισσες (sympatriótisses)
genitive συμπατριώτισσας (sympatriótissas) συμπατριωτισσών (sympatriotissón)
accusative συμπατριώτισσα (sympatriótissa) συμπατριώτισσες (sympatriótisses)
vocative συμπατριώτισσα (sympatriótissa) συμπατριώτισσες (sympatriótisses)

References

[edit]
  1. ^ συμπατριώτισσα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language