συμπατριώτισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from συμπατριώτ(ης) (sympatriót(is)) + -ισσα (-issa).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]συμπατριώτισσα • (sympatriótissa) f (plural συμπατριώτισσες, masculine συμπατριώτης)
- female equivalent of συμπατριώτης (sympatriótis): compatriot, fellow countrywoman
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπατριώτισσα (sympatriótissa) | συμπατριώτισσες (sympatriótisses) |
genitive | συμπατριώτισσας (sympatriótissas) | συμπατριωτισσών (sympatriotissón) |
accusative | συμπατριώτισσα (sympatriótissa) | συμπατριώτισσες (sympatriótisses) |
vocative | συμπατριώτισσα (sympatriótissa) | συμπατριώτισσες (sympatriótisses) |
References
[edit]- ^ συμπατριώτισσα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language