Jump to content

συμπαθητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συμπαθητικός (sympathitikósm (feminine συμπαθητική, neuter συμπαθητικό)

  1. sympathetic, pleasant, agreeable

Declension

[edit]
Declension of συμπαθητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπαθητικός (sympathitikós) συμπαθητική (sympathitikí) συμπαθητικό (sympathitikó) συμπαθητικοί (sympathitikoí) συμπαθητικές (sympathitikés) συμπαθητικά (sympathitiká)
genitive συμπαθητικού (sympathitikoú) συμπαθητικής (sympathitikís) συμπαθητικού (sympathitikoú) συμπαθητικών (sympathitikón) συμπαθητικών (sympathitikón) συμπαθητικών (sympathitikón)
accusative συμπαθητικό (sympathitikó) συμπαθητική (sympathitikí) συμπαθητικό (sympathitikó) συμπαθητικούς (sympathitikoús) συμπαθητικές (sympathitikés) συμπαθητικά (sympathitiká)
vocative συμπαθητικέ (sympathitiké) συμπαθητική (sympathitikí) συμπαθητικό (sympathitikó) συμπαθητικοί (sympathitikoí) συμπαθητικές (sympathitikés) συμπαθητικά (sympathitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπαθητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπαθητικός, etc.)