συμπαγής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συμπαγής (sympagísm (feminine συμπαγής, neuter συμπαγές)

  1. solid, massive
  2. solid, tubeless (tyre, tire)
  3. united (people)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπαγής (sympagís) συμπαγής (sympagís) συμπαγές (sympagés) συμπαγείς (sympageís) συμπαγείς (sympageís) συμπαγή (sympagí)
genitive συμπαγούς (sympagoús)
συμπαγή (sympagí)
συμπαγούς (sympagoús) συμπαγούς (sympagoús) συμπαγών (sympagón) συμπαγών (sympagón) συμπαγών (sympagón)
accusative συμπαγή (sympagí) συμπαγή (sympagí) συμπαγές (sympagés) συμπαγείς (sympageís) συμπαγείς (sympageís) συμπαγή (sympagí)
vocative συμπαγή (sympagí)
συμπαγής (sympagís)
συμπαγής (sympagís) συμπαγές (sympagés) συμπαγείς (sympageís) συμπαγείς (sympageís) συμπαγή (sympagí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπαγής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπαγής, etc.)