Jump to content

συμβιωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French symbiotique. By surface analysis, συμβιωτ(ής) (symviot(ís)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siɱ.vi.o.tiˈkos/
  • Hyphenation: συμ‧βι‧ω‧τι‧κός

Adjective

[edit]

συμβιωτικός (symviotikósm (feminine συμβιωτική, neuter συμβιωτικό)

  1. (biology) symbiotic

Declension

[edit]
Declension of συμβιωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμβιωτικός (symviotikós) συμβιωτική (symviotikí) συμβιωτικό (symviotikó) συμβιωτικοί (symviotikoí) συμβιωτικές (symviotikés) συμβιωτικά (symviotiká)
genitive συμβιωτικού (symviotikoú) συμβιωτικής (symviotikís) συμβιωτικού (symviotikoú) συμβιωτικών (symviotikón) συμβιωτικών (symviotikón) συμβιωτικών (symviotikón)
accusative συμβιωτικό (symviotikó) συμβιωτική (symviotikí) συμβιωτικό (symviotikó) συμβιωτικούς (symviotikoús) συμβιωτικές (symviotikés) συμβιωτικά (symviotiká)
vocative συμβιωτικέ (symviotiké) συμβιωτική (symviotikí) συμβιωτικό (symviotikó) συμβιωτικοί (symviotikoí) συμβιωτικές (symviotikés) συμβιωτικά (symviotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμβιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμβιωτικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ συμβιωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language