συγκρότημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]συγκροτώ (sygkrotó, “to constitute”) + -μα (-ma)
Noun
[edit]συγκρότημα • (sygkrótima) n (plural συγκροτήματα)
Declension
[edit]Declension of συγκρότημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκρότημα • | συγκροτήματα • |
genitive | συγκροτήματος • | συγκροτημάτων • |
accusative | συγκρότημα • | συγκροτήματα • |
vocative | συγκρότημα • | συγκροτήματα • |
Synonyms
[edit]- (music): see: ορχήστρα f (orchístra, “orchestra, band”)