Jump to content

συγκρότημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

συγκροτώ (sygkrotó, to constitute) +‎ -μα (-ma)

Noun

[edit]

συγκρότημα (sygkrótiman (plural συγκροτήματα)

  1. complex, unit, block
  2. (music) rock group, rock band, ensemble
  3. set
  4. facility

Declension

[edit]
Declension of συγκρότημα
singular plural
nominative συγκρότημα (sygkrótima) συγκροτήματα (sygkrotímata)
genitive συγκροτήματος (sygkrotímatos) συγκροτημάτων (sygkrotimáton)
accusative συγκρότημα (sygkrótima) συγκροτήματα (sygkrotímata)
vocative συγκρότημα (sygkrótima) συγκροτήματα (sygkrotímata)

Synonyms

[edit]