συγκρότημα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]συγκροτώ (sygkrotó, “to constitute”) + -μα (-ma)
Noun
[edit]συγκρότημα • (sygkrótima) n (plural συγκροτήματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκρότημα (sygkrótima) | συγκροτήματα (sygkrotímata) |
genitive | συγκροτήματος (sygkrotímatos) | συγκροτημάτων (sygkrotimáton) |
accusative | συγκρότημα (sygkrótima) | συγκροτήματα (sygkrotímata) |
vocative | συγκρότημα (sygkrótima) | συγκροτήματα (sygkrotímata) |
Synonyms
[edit]- (music): see: ορχήστρα f (orchístra, “orchestra, band”)