Jump to content

συγκομιδή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συγκομιδή (sygkomidíf (plural συγκομιδές)

  1. harvest (the process or the product)
    Synonyms: (process) θερισμός (therismós), τρύγος (trýgos)
    Synonym: (product) σοδειά (sodeiá)
  2. (figuratively) the accumulation of goods or riches

Declension

[edit]
Declension of συγκομιδή
singular plural
nominative συγκομιδή (sygkomidí) συγκομιδές (sygkomidés)
genitive συγκομιδής (sygkomidís) συγκομιδών (sygkomidón)
accusative συγκομιδή (sygkomidí) συγκομιδές (sygkomidés)
vocative συγκομιδή (sygkomidí) συγκομιδές (sygkomidés)

Coordinate terms

[edit]