συγκλητικών
Appearance
See also: συγκλητικῶν
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συγκλητικών • (sygklitikón)
Noun
[edit]συγκλητικών • (sygklitikón) m
- genitive plural of συγκλητικός (sygklitikós)
συγκλητικών • (sygklitikón)
συγκλητικών • (sygklitikón) m