Jump to content

συγκατοίκηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si(ŋ).ɡaˈti.ci.si/

Noun

[edit]

συγκατοίκηση (sygkatoíkisif (plural συγκατοικήσεις)

  1. cohabitation
  2. concubinage

Declension

[edit]
Declension of συγκατοίκηση
singular plural
nominative συγκατοίκηση (sygkatoíkisi) συγκατοικήσεις (sygkatoikíseis)
genitive συγκατοίκησης (sygkatoíkisis) συγκατοικήσεων (sygkatoikíseon)
accusative συγκατοίκηση (sygkatoíkisi) συγκατοικήσεις (sygkatoikíseis)
vocative συγκατοίκηση (sygkatoíkisi) συγκατοικήσεις (sygkatoikíseis)

Older or formal genitive singular: συγκατοικήσεως (sygkatoikíseos)