στυλογράφος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- στιλογράφος m (stilográfos)
Etymology
[edit]From French stylographe (“pen”).
Noun
[edit]στυλογράφος • (stylográfos) m (plural στυλογράφοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στυλογράφος (stylográfos) | στυλογράφοι (stylográfoi) |
genitive | στυλογράφου (stylográfou) | στυλογράφων (stylográfon) |
accusative | στυλογράφο (stylográfo) | στυλογράφους (stylográfous) |
vocative | στυλογράφε (stylográfe) | στυλογράφοι (stylográfoi) |
Synonyms
[edit]- στυλό m (styló)
- στυλό διαρκείας m (styló diarkeías, “ballpoint pen”)
- γραφίδα f (grafída, “fountain pen”)