στιλογράφος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]στιλογράφος • (stilográfos) m (plural στιλογράφοι)
- Alternative form of στυλογράφος (stylográfos)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιλογράφος (stilográfos) | στιλογράφοι (stilográfoi) |
genitive | στιλογράφου (stilográfou) | στιλογράφων (stilográfon) |
accusative | στιλογράφο (stilográfo) | στιλογράφους (stilográfous) |
vocative | στιλογράφε (stilográfe) | στιλογράφοι (stilográfoi) |