Jump to content

στιλογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στιλογράφος (stilográfosm (plural στιλογράφοι)

  1. Alternative form of στυλογράφος (stylográfos)

Declension

[edit]
Declension of στιλογράφος
singular plural
nominative στιλογράφος (stilográfos) στιλογράφοι (stilográfoi)
genitive στιλογράφου (stilográfou) στιλογράφων (stilográfon)
accusative στιλογράφο (stilográfo) στιλογράφους (stilográfous)
vocative στιλογράφε (stilográfe) στιλογράφοι (stilográfoi)