Jump to content

στρωματοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στρωματοποίηση (stromatopoíisif (plural στρωματοποιήσεις)

  1. (archaeology, geology) stratification

Declension

[edit]
singular plural
nominative στρωματοποίηση (stromatopoíisi) στρωματοποιήσεις (stromatopoiíseis)
genitive στρωματοποίησης (stromatopoíisis) στρωματοποιήσεων (stromatopoiíseon)
accusative στρωματοποίηση (stromatopoíisi) στρωματοποιήσεις (stromatopoiíseis)
vocative στρωματοποίηση (stromatopoíisi) στρωματοποιήσεις (stromatopoiíseis)

Older or formal genitive singular: στρωματοποιήσεως (stromatopoiíseos)

[edit]

Further reading

[edit]