Jump to content

στροφαλοφόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

στροφαλοφόρος (strofalofórosm (feminine στροφαλοφόρα, neuter στροφαλοφόρο)

  1. crank, cranked

Declension

[edit]
Declension of στροφαλοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στροφαλοφόρος (strofalofóros) στροφαλοφόρα (strofalofóra) στροφαλοφόρο (strofalofóro) στροφαλοφόροι (strofalofóroi) στροφαλοφόρες (strofalofóres) στροφαλοφόρα (strofalofóra)
genitive στροφαλοφόρου (strofalofórou) στροφαλοφόρας (strofalofóras) στροφαλοφόρου (strofalofórou) στροφαλοφόρων (strofalofóron) στροφαλοφόρων (strofalofóron) στροφαλοφόρων (strofalofóron)
accusative στροφαλοφόρο (strofalofóro) στροφαλοφόρα (strofalofóra) στροφαλοφόρο (strofalofóro) στροφαλοφόρους (strofalofórous) στροφαλοφόρες (strofalofóres) στροφαλοφόρα (strofalofóra)
vocative στροφαλοφόρε (strofalofóre) στροφαλοφόρα (strofalofóra) στροφαλοφόρο (strofalofóro) στροφαλοφόροι (strofalofóroi) στροφαλοφόρες (strofalofóres) στροφαλοφόρα (strofalofóra)
[edit]