Jump to content

στριμμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Passive perfect participle of στρίβω (strívo, twist).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /stɾiˈme.nos/
  • Hyphenation: στριμ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

στριμμένος (strimménosm (feminine στριμμένη, neuter στριμμένο)

  1. twisted (rope, wire, etc)
  2. (figuratively) grouchy, crotchety (mood, character, etc)

Declension

[edit]
Declension of στριμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στριμμένος (strimménos) στριμμένη (strimméni) στριμμένο (strimméno) στριμμένοι (strimménoi) στριμμένες (strimménes) στριμμένα (strimména)
genitive στριμμένου (strimménou) στριμμένης (strimménis) στριμμένου (strimménou) στριμμένων (strimménon) στριμμένων (strimménon) στριμμένων (strimménon)
accusative στριμμένο (strimméno) στριμμένη (strimméni) στριμμένο (strimméno) στριμμένους (strimménous) στριμμένες (strimménes) στριμμένα (strimména)
vocative στριμμένε (strimméne) στριμμένη (strimméni) στριμμένο (strimméno) στριμμένοι (strimménoi) στριμμένες (strimménes) στριμμένα (strimména)

Synonyms

[edit]