Jump to content

στρεπτοκοκκικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

στρεπτοκοκκικός (streptokokkikósm (feminine στρεπτοκοκκική, neuter στρεπτοκοκκικό)

  1. streptococcal

Declension

[edit]
Declension of στρεπτοκοκκικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στρεπτοκοκκικός (streptokokkikós) στρεπτοκοκκική (streptokokkikí) στρεπτοκοκκικό (streptokokkikó) στρεπτοκοκκικοί (streptokokkikoí) στρεπτοκοκκικές (streptokokkikés) στρεπτοκοκκικά (streptokokkiká)
genitive στρεπτοκοκκικού (streptokokkikoú) στρεπτοκοκκικής (streptokokkikís) στρεπτοκοκκικού (streptokokkikoú) στρεπτοκοκκικών (streptokokkikón) στρεπτοκοκκικών (streptokokkikón) στρεπτοκοκκικών (streptokokkikón)
accusative στρεπτοκοκκικό (streptokokkikó) στρεπτοκοκκική (streptokokkikí) στρεπτοκοκκικό (streptokokkikó) στρεπτοκοκκικούς (streptokokkikoús) στρεπτοκοκκικές (streptokokkikés) στρεπτοκοκκικά (streptokokkiká)
vocative στρεπτοκοκκικέ (streptokokkiké) στρεπτοκοκκική (streptokokkikí) στρεπτοκοκκικό (streptokokkikó) στρεπτοκοκκικοί (streptokokkikoí) στρεπτοκοκκικές (streptokokkikés) στρεπτοκοκκικά (streptokokkiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρεπτοκοκκικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρεπτοκοκκικός, etc.)

[edit]