Jump to content

στομωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Passive participle of στομώνω (stomóno), from Ancient Greek στομόω (stomóō, to muzzle, to gag), from στόμα (stóma, the mouth).

Adjective

[edit]

στομωμένος (stomoménosm (feminine στομωμένη, neuter στομωμένο)

  1. dull, not sharp

Declension

[edit]
Declension of στομωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στομωμένος (stomoménos) στομωμένη (stomoméni) στομωμένο (stomoméno) στομωμένοι (stomoménoi) στομωμένες (stomoménes) στομωμένα (stomoména)
genitive στομωμένου (stomoménou) στομωμένης (stomoménis) στομωμένου (stomoménou) στομωμένων (stomoménon) στομωμένων (stomoménon) στομωμένων (stomoménon)
accusative στομωμένο (stomoméno) στομωμένη (stomoméni) στομωμένο (stomoméno) στομωμένους (stomoménous) στομωμένες (stomoménes) στομωμένα (stomoména)
vocative στομωμένε (stomoméne) στομωμένη (stomoméni) στομωμένο (stomoméno) στομωμένοι (stomoménoi) στομωμένες (stomoménes) στομωμένα (stomoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στομωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στομωμένος, etc.)