Jump to content

στομαχόπονος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From στόμαχος (stómachos, stomach) +‎ πόνος (pónos, pain).

Noun

[edit]

στομαχόπονος (stomachóponosm (plural στομαχόπονοι)

  1. stomachache

Declension

[edit]
Declension of στομαχόπονος
singular plural
nominative στομαχόπονος (stomachóponos) στομαχόπονοι (stomachóponoi)
genitive στομαχόπονου (stomachóponou) στομαχόπονων (stomachóponon)
accusative στομαχόπονο (stomachópono) στομαχόπονους (stomachóponous)
vocative στομαχόπονε (stomachópone) στομαχόπονοι (stomachóponoi)