στιγμιότυπο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]στιγμιότυπο • (stigmiótypo) n (plural στιγμιότυπα)
- (photography) snapshot, snap
- (figuratively) brief description
- (computing) (of screen) screenshot, (of memory) snapshot
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιγμιότυπο (stigmiótypo) | στιγμιότυπα (stigmiótypa) |
genitive | στιγμιοτύπου (stigmiotýpou) στιγμιότυπου (stigmiótypou) |
στιγμιοτύπων (stigmiotýpon) στιγμιότυπων (stigmiótypon) |
accusative | στιγμιότυπο (stigmiótypo) | στιγμιότυπα (stigmiótypa) |
vocative | στιγμιότυπο (stigmiótypo) | στιγμιότυπα (stigmiótypa) |