Jump to content

στιγμιότυπο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στιγμιότυπο (stigmiótypon (plural στιγμιότυπα)

  1. (photography) snapshot, snap
  2. (figuratively) brief description
  3. (computing) (of screen) screenshot, (of memory) snapshot

Declension

[edit]
singular plural
nominative στιγμιότυπο (stigmiótypo) στιγμιότυπα (stigmiótypa)
genitive στιγμιοτύπου (stigmiotýpou)
στιγμιότυπου (stigmiótypou)
στιγμιοτύπων (stigmiotýpon)
στιγμιότυπων (stigmiótypon)
accusative στιγμιότυπο (stigmiótypo) στιγμιότυπα (stigmiótypa)
vocative στιγμιότυπο (stigmiótypo) στιγμιότυπα (stigmiótypa)