στεναχωρημένους
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- στεναχωρεμένους (stenachoreménous)
- στενοχωρεμένους (stenochoreménous)
- στενοχωρημένους (stenochoriménous)
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]στεναχωρημένους • (stenachoriménous)
- accusative masculine plural of στεναχωρημένος (stenachoriménos)