Jump to content

σταχτερός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σταχτερός (stachterósm (feminine σταχτερή, neuter σταχτερό)

  1. grey (UK), gray (US) (color/colour)
  2. ashen, pale (color/colour)

Declension

[edit]
Declension of σταχτερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σταχτερός (stachterós) σταχτερή (stachterí) σταχτερό (stachteró) σταχτεροί (stachteroí) σταχτερές (stachterés) σταχτερά (stachterá)
genitive σταχτερού (stachteroú) σταχτερής (stachterís) σταχτερού (stachteroú) σταχτερών (stachterón) σταχτερών (stachterón) σταχτερών (stachterón)
accusative σταχτερό (stachteró) σταχτερή (stachterí) σταχτερό (stachteró) σταχτερούς (stachteroús) σταχτερές (stachterés) σταχτερά (stachterá)
vocative σταχτερέ (stachteré) σταχτερή (stachterí) σταχτερό (stachteró) σταχτεροί (stachteroí) σταχτερές (stachterés) σταχτερά (stachterá)

Synonyms

[edit]
[edit]