Jump to content

σταυροβελονιά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

σταυρο- (stavro-) +‎ -βελονιά (-veloniá)

Noun

[edit]

σταυροβελονιά (stavroveloniáf

  1. cross-stitch (stitch or embroidery made with such stitches)

Declension

[edit]
Declension of σταυροβελονιά
singular plural
nominative σταυροβελονιά (stavroveloniá) σταυροβελονιές (stavroveloniés)
genitive σταυροβελονιάς (stavroveloniás) σταυροβελονιών (stavrovelonión)
accusative σταυροβελονιά (stavroveloniá) σταυροβελονιές (stavroveloniés)
vocative σταυροβελονιά (stavroveloniá) σταυροβελονιές (stavroveloniés)
[edit]