Jump to content

σταθεροποιητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from σταθεροποιώ (statheropoió) +‎ -τής (-tís), a calque of French stabilisateur.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sta.θe.ɾo.pi.iˈtis/
  • Hyphenation: στα‧θε‧ρο‧ποι‧η‧τής

Noun

[edit]

σταθεροποιητής (statheropoiitísm (plural σταθεροποιητές)

  1. stabilizer (any substance added to something in order to stabilize it)

Declension

[edit]
Declension of σταθεροποιητής
singular plural
nominative σταθεροποιητής (statheropoiitís) σταθεροποιητές (statheropoiités)
genitive σταθεροποιητή (statheropoiití) σταθεροποιητών (statheropoiitón)
accusative σταθεροποιητή (statheropoiití) σταθεροποιητές (statheropoiités)
vocative σταθεροποιητή (statheropoiití) σταθεροποιητές (statheropoiités)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ σταθεροποιητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language