σταθεροποιητής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from σταθεροποιώ (statheropoió) + -τής (-tís), a calque of French stabilisateur.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]σταθεροποιητής • (statheropoiitís) m (plural σταθεροποιητές)
- stabilizer (any substance added to something in order to stabilize it)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταθεροποιητής (statheropoiitís) | σταθεροποιητές (statheropoiités) |
genitive | σταθεροποιητή (statheropoiití) | σταθεροποιητών (statheropoiitón) |
accusative | σταθεροποιητή (statheropoiití) | σταθεροποιητές (statheropoiités) |
vocative | σταθεροποιητή (statheropoiití) | σταθεροποιητές (statheropoiités) |
Related terms
[edit]- see: σταθεροποιώ (statheropoió)
References
[edit]- ^ σταθεροποιητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language