στέριωμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]στέριωμα • (stérioma) n
- Alternative form of στερέωμα (steréoma)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στέριωμα (stérioma) | στερίωματα (steríomata) |
genitive | στερίωματος (steríomatos) | στεριωμάτων (steriomáton) |
accusative | στέριωμα (stérioma) | στερίωματα (steríomata) |
vocative | στέριωμα (stérioma) | στερίωματα (steríomata) |