Jump to content

στέριωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στέριωμα (stérioman

  1. Alternative form of στερέωμα (steréoma)

Declension

[edit]
Declension of στέριωμα
singular plural
nominative στέριωμα (stérioma) στερίωματα (steríomata)
genitive στερίωματος (steríomatos) στεριωμάτων (steriomáton)
accusative στέριωμα (stérioma) στερίωματα (steríomata)
vocative στέριωμα (stérioma) στερίωματα (steríomata)