Jump to content

στέρεος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: στερεός

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

στέρεος (stéreosm (feminine στέρεη, neuter στέρεο)

  1. (more colloquial) Alternative form of στερεός (stereós)

Declension

[edit]
Declension of στέρεος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στέρεος (stéreos) στέρεη (stéreï) στέρεο (stéreo) στέρεοι (stéreoi) στέρεες (stérees) στέρεα (stérea)
genitive στέρεου (stéreou) στέρεης (stéreïs) στέρεου (stéreou) στέρεων (stéreon) στέρεων (stéreon) στέρεων (stéreon)
accusative στέρεο (stéreo) στέρεη (stéreï) στέρεο (stéreo) στέρεους (stéreous) στέρεες (stérees) στέρεα (stérea)
vocative στέρεε (stéree) στέρεη (stéreï) στέρεο (stéreo) στέρεοι (stéreoi) στέρεες (stérees) στέρεα (stérea)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στέρεος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στέρεος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερεότερος (stereóteros) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότεροι (stereóteroi) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)
genitive στερεότερου (stereóterou) στερεότερης (stereóteris) στερεότερου (stereóterou) στερεότερων (stereóteron) στερεότερων (stereóteron) στερεότερων (stereóteron)
accusative στερεότερο (stereótero) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότερους (stereóterous) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)
vocative στερεότερε (stereótere) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότεροι (stereóteroi) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στερεότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερεότατος (stereótatos) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατοι (stereótatoi) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)
genitive στερεότατου (stereótatou) στερεότατης (stereótatis) στερεότατου (stereótatou) στερεότατων (stereótaton) στερεότατων (stereótaton) στερεότατων (stereótaton)
accusative στερεότατο (stereótato) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατους (stereótatous) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)
vocative στερεότατε (stereótate) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατοι (stereótatoi) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)