Jump to content

στάρι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στάρι (stárin (plural στάρια)

  1. (colloquial) Alternative form of σιτάρι (sitári) (wheat).

Declension

[edit]
Declension of στάρι
singular plural
nominative στάρι (stári) στάρια (stária)
genitive σταριού (starioú) σταριών (starión)
accusative στάρι (stári) στάρια (stária)
vocative στάρι (stári) στάρια (stária)