Jump to content

σπονδυλωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σπονδυλωτός (spondylotósm (feminine σπονδυλωτή, neuter σπονδυλωτό)

  1. (zoology) vertebrate (relating to animals with vertebras)

Declension

[edit]
Declension of σπονδυλωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπονδυλωτός (spondylotós) σπονδυλωτή (spondylotí) σπονδυλωτό (spondylotó) σπονδυλωτοί (spondylotoí) σπονδυλωτές (spondylotés) σπονδυλωτά (spondylotá)
genitive σπονδυλωτού (spondylotoú) σπονδυλωτής (spondylotís) σπονδυλωτού (spondylotoú) σπονδυλωτών (spondylotón) σπονδυλωτών (spondylotón) σπονδυλωτών (spondylotón)
accusative σπονδυλωτό (spondylotó) σπονδυλωτή (spondylotí) σπονδυλωτό (spondylotó) σπονδυλωτούς (spondylotoús) σπονδυλωτές (spondylotés) σπονδυλωτά (spondylotá)
vocative σπονδυλωτέ (spondyloté) σπονδυλωτή (spondylotí) σπονδυλωτό (spondylotó) σπονδυλωτοί (spondylotoí) σπονδυλωτές (spondylotés) σπονδυλωτά (spondylotá)
[edit]