Jump to content

σπερματοζωάριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σπερματοζωάριο (spermatozoárion (plural σπερματοζωάρια)

  1. (biology) spermatozoon, a single sperm cell.

Declension

[edit]
Declension of σπερματοζωάριο
singular plural
nominative σπερματοζωάριο (spermatozoário) σπερματοζωάρια (spermatozoária)
genitive σπερματοζωαρίου (spermatozoaríou)
σπερματοζωάριου (spermatozoáriou)
σπερματοζωαρίων (spermatozoaríon)
σπερματοζωάριων (spermatozoárion)
accusative σπερματοζωάριο (spermatozoário) σπερματοζωάρια (spermatozoária)
vocative σπερματοζωάριο (spermatozoário) σπερματοζωάρια (spermatozoária)
[edit]

Further reading

[edit]