Jump to content

σπανιόλικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σπανιόλικος (spaniólikosm (feminine σπανιόλικη, neuter σπανιόλικο)

  1. (colloquial) Alternative form of ισπανικός (ispanikós)

Declension

[edit]
Declension of σπανιόλικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπανιόλικος (spaniólikos) σπανιόλικη (spanióliki) σπανιόλικο (spanióliko) σπανιόλικοι (spaniólikoi) σπανιόλικες (spaniólikes) σπανιόλικα (spaniólika)
genitive σπανιόλικου (spaniólikou) σπανιόλικης (spaniólikis) σπανιόλικου (spaniólikou) σπανιόλικων (spaniólikon) σπανιόλικων (spaniólikon) σπανιόλικων (spaniólikon)
accusative σπανιόλικο (spanióliko) σπανιόλικη (spanióliki) σπανιόλικο (spanióliko) σπανιόλικους (spaniólikous) σπανιόλικες (spaniólikes) σπανιόλικα (spaniólika)
vocative σπανιόλικε (spaniólike) σπανιόλικη (spanióliki) σπανιόλικο (spanióliko) σπανιόλικοι (spaniólikoi) σπανιόλικες (spaniólikes) σπανιόλικα (spaniólika)