Jump to content

σουηδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σουηδικός (souidikósm (feminine σουηδική, neuter σουηδικό)

  1. Swedish (relating to the country of Sweden, its people or its language)

Declension

[edit]
Declension of σουηδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σουηδικός (souidikós) σουηδική (souidikí) σουηδικό (souidikó) σουηδικοί (souidikoí) σουηδικές (souidikés) σουηδικά (souidiká)
genitive σουηδικού (souidikoú) σουηδικής (souidikís) σουηδικού (souidikoú) σουηδικών (souidikón) σουηδικών (souidikón) σουηδικών (souidikón)
accusative σουηδικό (souidikó) σουηδική (souidikí) σουηδικό (souidikó) σουηδικούς (souidikoús) σουηδικές (souidikés) σουηδικά (souidiká)
vocative σουηδικέ (souidiké) σουηδική (souidikí) σουηδικό (souidikó) σουηδικοί (souidikoí) σουηδικές (souidikés) σουηδικά (souidiká)
[edit]